-
1 υπολαμπω
1) тж. med. бросать слабый свет, светить(ся)(εἰς τὰς παστάδας Xen.)
τέφρῃ πῦρ ὑπολαμπόμενον Anth. — тлеющий под пеплом огонь2) рассветатьἡμέρα ὑπέλαμπε ἤδη Plut. — уже брезжил день;
τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε Her. — наступала весна
См. также в других словарях:
παστάδα — η / παστός, άδος, ΝΑ κοιτώνας, ιδίως ο νυφικός θάλαμος αρχ. 1. χώρος με κίονες που βρισκόταν μπροστά από το σπίτι 2. στοά με κίονες («τοῡ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.) 3. η ρωμαϊκή βασιλική στοά 4. το μέρος τού σπιτιού… … Dictionary of Greek
υπολάμπω — ὑπολάμπω ΝΜΑ [λάμπω] 1. λάμπω αμυδρά («τοῡ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.) 2. αρχίζω να λάμπω, να φαίνομαι … Dictionary of Greek